- γιουχαΐζω
- μετ. освистывать;
τον γιουχάϊσαν — его освистали
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τον γιουχάϊσαν — его освистали
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιουχαΐζω — γιουχαΐζω, γιουχάισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. γιουχάρω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γιουχαΐζω — και γιουχάρω γιουχάισα, γιουχαΐστηκα, γιουχαϊσμένος, αποδοκιμάζω φωνάζοντας «γιούχα»: Γιουχάισαν τον τραγουδιστή γιατί ήταν παράφωνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιουχαΐζω — και γιουχάρω και γιουχαρίζω [γιούχα] αποδοκιμάζω με φωνές και σφυρίγματα … Dictionary of Greek